- αντιπληθωρισμός
- οοικονομική πολιτική που αποβλέπει στην ελάττωση της πληθωρικής κυκλοφορίας του χαρτονομίσματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πληθωρισμός — Αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, όταν στην αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί δεν επιφέρει μεταβολή προς την ίδια κατεύθυνση του όγκου της παραγωγής. Λέγεται νομισματικός π. όταν η αύξηση αυτή οφείλεται σε υπερβολική προσφορά… … Dictionary of Greek
σταθεροποίηση — Όρος της οικονομολογίας που χαρακτηρίζει τα μέτρα νομισματικής, πιστωτικής και δημοσιονομικής πολιτικής που παίρνει ένα κράτος για να προλάβει ή να αναχαιτείσει το φαινόμενο του πληθωρισμού. Η διακύμανση του επιπέδου των τιμών, έστω και… … Dictionary of Greek
Ρίστ, Σαρλ — (Rist, Λοζάνη 1874 – Βερσαλλίες 1955). Γάλλος οικονομολόγος. Καθηγητής στα πανεπιστήμια του Μονπελιέ και του Παρισιού και υποδιοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, διακρίθηκε ως ένας από τους κορυφαίους υποτηρικτές των καθιερωμένων θεωριών που… … Dictionary of Greek